ἀργέτα

ἀργέτα
ἀργής
bright
masc acc sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αργής — ἀργής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός 2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ τού αργός (Ι) + επίθημα * ēt , με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”